απο τον ΗΜΙΟΡΟΦΟ
Η πιο απλή και συνηθισμένη απάντηση στο φαινομενικά απλοϊκό αυτό ερώτημα είναι η «έλλειψη αναπηρίας ή νόσου». Σίγουρα όμως όχι και η πιο πλήρης. Η αρνητική αυτή αντίληψη της έννοιας της Υγείας δεν είναι αποτέλεσμα παρθενογένεσης ούτε αποτελούσε πάντοτε κυρίαρχη κοινωνική αντίληψη. Ο εννοιολογικός ορισμός καθοριζόταν από την εκάστοτε ιστορική περίοδο, τις κοινωνικές συνθήκες και την πολιτική αντίληψη αναφοράς.
Η ιστορία ενός ορισμού
Στη μεγαλύτερη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας κοινή συνιστώσα και βασική αρχή της Υγείας αποτελούσε η ολιστική αντίληψή της ως εσωτερική αρμονία του ατόμου και δυναμική ισορροπία του με την κοινότητα και το περιβάλλον. Η βασική διαφοροποίηση από την ανωτέρω αρχή προέκυψε ως αποτέλεσμα της αλματώδους ανάπτυξης της επιστημονικής σκέψης κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, οπότε και η αιτιολογική προσέγγιση των νόσων αποτέλεσε εφεξής τον βασικό πυρήνα της εξέλιξης της ιατρικής. Στα πλαίσια δε των κοινωνικοοικονομικών ανακατατάξεων που ακολούθησαν τη βιομηχανική επανάσταση, η οργάνωση των συστημάτων υγείας προσαρμόστηκε και αναπτύχθηκε με βάση αυτό το μοντέλο. Η μηχανιστική αυτή άποψη παρότι συνέβαλε σταδιακά στην επίλυση προβλημάτων, όπως πχ η δραματική μείωση της θνησιμότητας και νοσηρότητας από τα λοιμώδη νοσήματα, είχε εν τούτοις ως αποτέλεσμα την αντίληψη της υγείας αποκλειστικά ως έλλειψη νόσου ή αναπηρίας και την αντίληψη του ανθρώπινου οργανισμού ως ένα σύνολο συνλειτουργούντων οργάνων.
Το νοσο-κεντρικό, φαρμακο-κεντρικό μοντέλο ανάπτυξης των υπηρεσιών υγείας που προέκυψε, πιστό στο φορντικό σύστημα παραγωγής και τους σύγχρονους κανόνες της οικονομικής εξέλιξης, σταδιακά οδηγήθηκε σε κρίση. Παρά την υπεράντληση οικονομικών πόρων απέτυχε να δώσει απάντηση στα μείζονα προβλήματα υγείας της εποχής μας, όπως είναι ο καρκίνος, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα ατυχήματα, οι ψυχικές διαταραχές, τα χρόνια εκφυλιστικά νοσήματα κ.ά. Ταυτόχρονα, οι κρατικοί προϋπολογισμοί όλο και περισσότερο δυσκολεύονται ή αδυνατούν ακόμα να ανταποκριθούν στις διογκούμενες δαπάνες για την υγεία, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία καταναλώνονται από το θεραπευτικό - νοσοκομειακό τομέα χωρίς αντίστοιχα αποτελέσματα στους δείκτες υγείας και στο αίσθημα ικανοποίησης των χρηστών.
Ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε οδήγησε στην αναζήτηση μιας ολιστικής αντίληψης της έννοιας της υγείας. Πρώτη απόπειρα για επίτευξη ομοφωνίας σε έναν κοινό ορισμό έγινε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), ο οποίος το 1946 στην ιδρυτική του διακήρυξη όρισε την υγεία ως “την κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας, όχι μόνον την απουσία νόσου ή αναπηρίας”. Αυτός ο ορισμός δέχτηκε έντονη κριτική στα χρόνια που ακολούθησαν, με την αιτιολογία ότι δέχεται την υγεία ως μία κατάσταση πληρότητας, η οποία χαρακτηρίζεται ως ουτοπική. Κριτική αναμενόμενη από τη στιγμή που η μεταπολεμική, κυρίως, τάση εμπορευματοποίησης και βιομηχανοποίησης της υγείας δεν «επέτρεπε» διαφορετική προσέγγιση και συνεπώς διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης από τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας.
Παρά ταύτα, υπό την πίεση και των κοινωνικών κινημάτων της εποχής, ο ορισμός αυτός συνέχισε να αναθεωρείται και να διορθώνεται στα χρόνια που ακολούθησαν. Στη διακήρυξη της Οτάβα το 1986, η υγεία ορίστηκε εκ νέου ως η ικανότητα του ατόμου, της ομάδας ή της κοινότητας “να αναγνωρίζει και να κατανοεί φιλοδοξίες, να ικανοποιεί ανάγκες και να τροποποιεί ή να συμβιβάζεται με το περιβάλλον”. Η υγεία σ’ αυτό τον ορισμό γίνεται αντιληπτή ως μία δυναμική διαδικασία, που μπορεί να βελτιώνεται σε διαφορετικά επίπεδα, ανάλογα με τις υπάρχουσες εξωτερικές επιρροές, όπως “ειρήνη, κατοικία, εκπαίδευση, εισόδημα, ένα σταθερό οικοσύστημα, ανανεούμενες πηγές ενέργειας, κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα”.
Συνοπτικά, και με βάση τις επίσημες θεωρητικές τοποθετήσεις, η σύγχρονη προσέγγιση της υγείας περικλείει τρεις συνιστώσες:
α - τη βιοϊατρική, στην οποία η υγεία θεωρείται ως έλλειψη νόσου ή αναπηρίας,
β - την ψυχολογική, στην οποία η υγεία θεωρείται ως η ικανότητα να εκπληρώνει κάποιος τους ρόλους που του αναλογούν, ή να προσαρμόζεται στις καταστάσεις της ζωής και,
γ - την κοινωνιολογική, στην οποία ο πολιτισμός και το περιβάλλον εξετάζονται ως βασικοί συντελεστές επιρροής της υγείας.
Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η ολοένα και μεγαλύτερη κρίση των συστημάτων υγείας οδήγησε σε αναζήτηση νέων πολιτικών και στην αναβάθμιση άλλων. Με τη διακήρυξη της Άλμα Άτα το 1979, η ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας θεωρήθηκε βασικός μοχλός αυτής της προσπάθειας. Η Π.Φ.Υ. ορίστηκε ως “βασική παροχή φροντίδας υγείας προσιτή σε όλους - άτομα και οικογένειες στην κοινότητα - με μέσα αποδεκτά σ’ αυτούς, μέσα από την πλήρη συμμετοχή τους και σε κόστος που η κοινότητα και η χώρα μπορούν να επωμιστούν”. Αυτή η προσέγγιση καθιέρωσε πρώτη φορά μια διαφορετική αντιμετώπιση του πολίτη από απλό αποδέκτη των προσφερόμενων υπηρεσιών υγείας σε ενεργό συμμέτοχο. Συγχρόνως έδωσε το έναυσμα για εστίαση σε φροντίδες υγείας που βελτιώνουν το επίπεδο υγείας και ζωής και που σε αυτές συμπεριλαμβάνονται η πρόληψη, η πληροφόρηση - αγωγή υγείας και η προστασία της υγείας.
Σε συνέχεια των ανωτέρω, η 34η γενική συνέλευση του Π.Ο.Υ., η οποία πραγματοποιήθηκε το 1981, έθεσε σαν στρατηγική επιδίωξη το «Υγεία για όλους το έτος 2000» (Health For ΑΙΙ by the year 2000 - HFΑ 2000). Επιβεβαιώθηκε η ανάγκη για ανάπτυξη της Π.Φ.Υ. και ένας από τους βασικούς στόχους που τέθηκε ήταν ο αναπροσανατολισμός των υπηρεσιών υγείας. Οι άλλοι βασικοί στόχοι ήταν η πρόληψη των προλήψιμων νοσημάτων και προβλημάτων υγείας, η αναβάθμιση του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος και η διαμόρφωση υγιεινών στάσεων και συμπεριφορών.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων, θεσμοθετήθηκε το 1986 με την διακήρυξη της Ottawa, η πολιτική της Προαγωγής Υγείας (Health Promotion). Με βάση τον ορισμό που δόθηκε “προαγωγή υγείας είναι η διαδικασία που δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να ελέγχουν και να βελτιώνουν την υγεία τους”.
Βασική φιλοσοφία του χάρτη της Ottawa είναι :
“Να προστίθενται χρόνια στη ζωή, να προστίθεται ζωή στα χρόνια"
Για να γίνει αυτό πραγματικότητα απαιτείται, με βάση το χάρτη, όλες οι χώρες να λάβουν μέτρα που στοχεύουν σε:
- δημόσια πολιτική: από τους υπεύθυνους για την υιοθέτηση πολιτικών σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στην κυβέρνηση αλλά και άλλες δημόσιες αρχές και τη βιομηχανία, να λαμβάνεται υπόψη η υγεία κατά το σχεδιασμό αυτών των πολιτικών.
- υγιές περιβάλλον: με τη συνεχή βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος -στο σπίτι, στο σχολείο, στο χώρο εργασίας, στο δρόμο, στις διακοπές και στον ελεύθερο χρόνο, σε δημόσιους χώρους- ώστε να συμβάλλει στην προαγωγή της υγείας,
- υγιή τρόπο ζωής: με την αύξηση και οργάνωση της γνώσης και κατανόησης για τον τρόπο που οι συνήθειες της ζωής επηρεάζουν την υγεία οικογενειών και ατόμων, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να το επιτύχουν,
- υπηρεσίες υγείας υψηλής ποιότητας: με την αναγνώριση και κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού και την εξασφάλιση της κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ προαγωγής της υγείας, πρόληψης της αρρώστιας, θεραπείας, φροντίδας και αποκατάστασης”.
Η Υγεία σήμερα
Η πολιτική προαγωγής της υγείας επιβεβαιώθηκε και πρόσφατα στο Διεθνές Συνέδριο της Jacarta. Εν τούτοις, η εξέλιξη των συστημάτων υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο – και με οδηγό τις ΗΠΑ - «βαδίζει» σταθερά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ιδεολογική επιλογή της αγοράς ως του μοναδικού τρόπου προσέγγισης των κοινωνικών αγαθών και η οικονομική επιλογή της δημοσιονομικής σταθερότητας μέσω της μακροχρόνιας λιτότητας και μείωσης των κοινωνικών παροχών οδήγησε στη συνεχή υποχρηματοδότηση των συστημάτων υγείας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η σταδιακή αποψίλωση του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη – με προμετωπίδα την «μπλερική» Βρετανία – συνοδεύτηκε από την παραδοχή ότι η μόνη δυνατή απάντηση στη σημερινή κρίση είναι η δημιουργία κλίματος ανταγωνισμού και η ιδιωτικοποίησή τους. Με την τακτική αυτή αποφεύγεται κάθε συζήτηση για την απαξίωση των δημόσιων υπηρεσιών από την ίδια την πολιτεία και προωθείται η παραχώρηση δημόσιων πόρων σε ιδιωτικά κερδοσκοπικά συμφέροντα με χρηματοδότηση μάλιστα από το δημόσιο προϋπολογισμό.
Η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων στη Βρετανία και οι χαμηλοί δείκτες υγείας στις ΗΠΑ δε φαίνεται να πτοούν τους εμπνευστές τους. Ελλείψει κοινωνικού κινήματος αντίστασης και με τη συνενοχή των επαγγελματιών του χώρου, η έννοια της Υγείας σταδιακά επαναπροσδιορίζεται ως «η δυνατότητα του ατόμου να μεγιστοποιεί την παραγωγή και την κατανάλωση αγαθών». Ταυτόχρονα και στα πλαίσια της ίδιας προσέγγισης, αναπτύσσεται το φαινόμενο της ιατρικοποίησης της ανθρώπινης ύπαρξης ή αλλιώς της καπηλείας της ασθένειας. Αυτό συνίσταται, βασικά, στην απόδοση ιατρικού χαρακτήρα, δηλαδή «συμπτώματος», σε κάθε ανθρώπινη κατάσταση, που προκαλείται από τις δυσκολίες της ζωής, από την κοινωνική και οικονομική κρίση, την ανεργία, τη φτώχεια, ακόμα και την φυσιολογική γήρανση του οργανισμού. Η ετικέτα της αρρώστιας συνοδεύεται, όπως είναι αναμενόμενο, από τη συνταγογράφηση κάποιου φαρμάκου συνήθως «νεότερης γενιάς», δηλαδή πανάκριβου. Ο ιατρικός κόσμος, όλων των ειδικοτήτων, προσφέρει τη δική του πολύτιμη συμβολή στην ανάπτυξη του φαινομένου της «ιατρικοποίησης» μέσα στο οποίο διαμορφώνεται το κατάλληλο υπόβαθρο αντίληψης της υγείας με βάση τα συμφέροντα των φαρμακοβιομηχανιών, του μεγαλύτερου δηλαδή καρτέλ στον κόσμο.
Επιστημονικός ορισμός ή ερώτημα
Επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα, το «τι είναι υγεία», ας σημειωθεί πως οι προσεγγίσεις που εκτέθηκαν πιο πάνω, μολονότι κινούνται προς μια εύλογη κατεύθυνση, κάθε άλλο παρά τελεσίδικες και οριστικές μπορεί να θεωρηθούν.
Τα τελευταία χρόνια, διαμορφώθηκε μια αντίληψη που αντιμετώπισε την επιστήμη ως φορέα μιας αντικειμενικής, σχεδόν υπερβατικής αλήθειας. Τα πορίσματά της παρουσιάζονται με έναν τόνο αδιαμφισβήτητου· κάθε κριτική επί του στόχου τους ή του μονομερούς, συχνά, πεδίου τους αντιμετωπίζεται ως αντι-επιστημονική. Εντούτοις, θα αρκούσε να ανατρέξει κάποιος στην ίδια την ιστορία των επιστημών για να δει αυτήν την επίφαση αντικειμενικότητας να καταρρέει. Τα ερωτήματα, οι απαντήσεις, αλλά και οι μέθοδοι που οι επιστήμονες χρησιμοποιούν, τελούν υπό μια διαρκή διαδικασία επαναθεώρησης και ανατροπής.
Σαν διαδικασία νοητική, η επιστήμη δεν αποκαλύπτει αντικειμενικές και ακέραιες αλήθειες. Επαναδημιουργεί και εξελίσσει τον τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη νόηση αλληλεπιδρά με την πραγματικότητα. Αυτό που χθες ήταν βέβαιο, σήμερα πιθανόν να είναι επισφαλές. Έννοιες, όπως το φυσιολογικό, η υγεία, η νόσος, η πρόληψη ή η θεραπεία, έχουν περάσει από αμέτρητες αναγνώσεις και θα περάσουν από ακόμη περισσότερες, πιθανόν μέχρι να εκπέσουν για να αντικατασταθούν από άλλες.
Επιπλέον, μια πιο ενδελεχής ματιά στην διαδρομή της επιστήμης δεν μπορεί παρά να φωτίσει και την ισχυρή συσχέτισή της με την υπάρχουσα κοινωνική δομή. Με βάση το εκάστοτε κοινωνικό μόρφωμα, η επιστήμη οργανώνεται, καθορίζει τα υποκείμενά της, επιλέγει τα ερωτήματα που διαπραγματεύεται και προσανατολίζει τις απαντήσεις που εκφέρει. Η, παρατηρούμενη τα τελευταία χρόνια, μεταμόρφωση της ελεύθερης έρευνας σε μια ανταποδοτική οικονομική επένδυση δεν είναι παρά μια εκδοχή αυτής της έντονα διαλεκτικής σχέσης.
Συμπερασματικά, δεν μπορούμε παρά να υποδεχόμαστε κριτικά αυτό που σήμερα προβάλλει ως αδιαμφισβήτητο. Η τρέχουσα γνώση και αντίληψη δεν είναι παρά μια στιγμιαία φάση από την οποία διέρχεται η εξέλιξή τους και πιθανώς, και στην ανατρεπτική συνέχειά τους. Το ερώτημα λοιπόν εκκρεμεί, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά και ο ορισμός έχει αξία μόνο στη μονοδιάσταση του παρόντος και με την παραδοχή της μεταβλητότητας που επιβάλλει η επιστημονική και κοινωνική εξέλιξη
Ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων
Διεξαγόμενη ανάμεσα σε θεωρητικούς της επιστήμης, σε γιατρούς, κοινωνιολόγους και άλλους «επαΐοντες», η συζήτηση για το «τι είναι υγεία» στερείται από το εύλογο υποκείμενό της. Σπάνια οι κλειστές συζητήσεις των επιστημόνων έχουν έστω κι έναν ελαφρύ απόηχο στη δημόσια συζήτηση και το ίδιο σπάνια η κοινωνική συζήτηση επανατροφοδοτεί την επιστημονική.
Με απλά λόγια, την ώρα που η επιστημονική συζήτηση διεξάγεται στο όνομα της κοινωνίας, αυτή, ως το βασικό υποκείμενο, απουσιάζει. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές που ακολουθούνται σε παγκόσμια κλίμακα αναπαραγάγουν μια αντίληψη για την υγεία αντιδιαμετρικά αντίθετη με αυτή που προκύπτει από την θεωρητική συζήτηση. Οι αποφάσεις που καθορίζουν τις συνθήκες υγείας, διατροφής, στέγασης, κ.ά. ολόκληρων κοινοτήτων ή και λαών λαμβάνονται σε κλειστά meeting προσώπων της εξουσίας και οικονομολόγων και οι μηχανισμοί πληροφόρησης διαμεσολαβούν με διαφημιστική μεθοδολογία στην έκφραση του περιεχομένου τους προς τα έξω. Και η υγεία εξισώνεται με την απουσία νόσου και από αγαθό μετατρέπεται σε εμπόρευμα, που ως τέτοιο κατανέμεται ανάλογα με την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών του.
Το ερώτημα και το ζητούμενο της υγείας, ωστόσο, τόσο στην θεωρητική όσο και στην έμπρακτη αναζήτησή του, είναι αδύνατο να βρει ουσιαστική εξέλιξη χωρίς την εμπλοκή του κύριου υποκειμένου του. Από το μοντέλο της σύγχρονης έρευνας και τις κατευθύνσεις της, μέχρι την τελική πραγμάτωση των όρων της υγείας στην καθημερινότητα, υπάρχει ένα μεγάλο φάσμα για το οποίο οι κοινότητες των ανθρώπων πρέπει να λάβουν, και πάλι, τον λόγο, να σκύψουν και να το επανα-ορίσουν.
Στην αναζήτηση μιας τέτοιας γνήσιας κοινωνικής συζήτησης πιστεύουμε ότι το ζήτημα της υγείας οφείλει να απασχολεί τον προβληματισμό και τον διάλογο των σύγχρονων κινημάτων. Στις στιγμές εκείνες, που η κοινωνία, έστω και αποσπασματικά, επιχειρεί να «σπάσει» αυτό που υπάρχει και δοκιμάζει και πάλι να σκεφτεί και να ορίσει τον εαυτό της. Να απαντήσει, δηλαδή, η ίδια στα ερωτήματα που την απασχολούν.
Ο Ημιόροφος
24.02.2008
Η πιο απλή και συνηθισμένη απάντηση στο φαινομενικά απλοϊκό αυτό ερώτημα είναι η «έλλειψη αναπηρίας ή νόσου». Σίγουρα όμως όχι και η πιο πλήρης. Η αρνητική αυτή αντίληψη της έννοιας της Υγείας δεν είναι αποτέλεσμα παρθενογένεσης ούτε αποτελούσε πάντοτε κυρίαρχη κοινωνική αντίληψη. Ο εννοιολογικός ορισμός καθοριζόταν από την εκάστοτε ιστορική περίοδο, τις κοινωνικές συνθήκες και την πολιτική αντίληψη αναφοράς.
Η ιστορία ενός ορισμού
Στη μεγαλύτερη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας κοινή συνιστώσα και βασική αρχή της Υγείας αποτελούσε η ολιστική αντίληψή της ως εσωτερική αρμονία του ατόμου και δυναμική ισορροπία του με την κοινότητα και το περιβάλλον. Η βασική διαφοροποίηση από την ανωτέρω αρχή προέκυψε ως αποτέλεσμα της αλματώδους ανάπτυξης της επιστημονικής σκέψης κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, οπότε και η αιτιολογική προσέγγιση των νόσων αποτέλεσε εφεξής τον βασικό πυρήνα της εξέλιξης της ιατρικής. Στα πλαίσια δε των κοινωνικοοικονομικών ανακατατάξεων που ακολούθησαν τη βιομηχανική επανάσταση, η οργάνωση των συστημάτων υγείας προσαρμόστηκε και αναπτύχθηκε με βάση αυτό το μοντέλο. Η μηχανιστική αυτή άποψη παρότι συνέβαλε σταδιακά στην επίλυση προβλημάτων, όπως πχ η δραματική μείωση της θνησιμότητας και νοσηρότητας από τα λοιμώδη νοσήματα, είχε εν τούτοις ως αποτέλεσμα την αντίληψη της υγείας αποκλειστικά ως έλλειψη νόσου ή αναπηρίας και την αντίληψη του ανθρώπινου οργανισμού ως ένα σύνολο συνλειτουργούντων οργάνων.
Το νοσο-κεντρικό, φαρμακο-κεντρικό μοντέλο ανάπτυξης των υπηρεσιών υγείας που προέκυψε, πιστό στο φορντικό σύστημα παραγωγής και τους σύγχρονους κανόνες της οικονομικής εξέλιξης, σταδιακά οδηγήθηκε σε κρίση. Παρά την υπεράντληση οικονομικών πόρων απέτυχε να δώσει απάντηση στα μείζονα προβλήματα υγείας της εποχής μας, όπως είναι ο καρκίνος, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα ατυχήματα, οι ψυχικές διαταραχές, τα χρόνια εκφυλιστικά νοσήματα κ.ά. Ταυτόχρονα, οι κρατικοί προϋπολογισμοί όλο και περισσότερο δυσκολεύονται ή αδυνατούν ακόμα να ανταποκριθούν στις διογκούμενες δαπάνες για την υγεία, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία καταναλώνονται από το θεραπευτικό - νοσοκομειακό τομέα χωρίς αντίστοιχα αποτελέσματα στους δείκτες υγείας και στο αίσθημα ικανοποίησης των χρηστών.
Ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε οδήγησε στην αναζήτηση μιας ολιστικής αντίληψης της έννοιας της υγείας. Πρώτη απόπειρα για επίτευξη ομοφωνίας σε έναν κοινό ορισμό έγινε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), ο οποίος το 1946 στην ιδρυτική του διακήρυξη όρισε την υγεία ως “την κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας, όχι μόνον την απουσία νόσου ή αναπηρίας”. Αυτός ο ορισμός δέχτηκε έντονη κριτική στα χρόνια που ακολούθησαν, με την αιτιολογία ότι δέχεται την υγεία ως μία κατάσταση πληρότητας, η οποία χαρακτηρίζεται ως ουτοπική. Κριτική αναμενόμενη από τη στιγμή που η μεταπολεμική, κυρίως, τάση εμπορευματοποίησης και βιομηχανοποίησης της υγείας δεν «επέτρεπε» διαφορετική προσέγγιση και συνεπώς διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης από τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας.
Παρά ταύτα, υπό την πίεση και των κοινωνικών κινημάτων της εποχής, ο ορισμός αυτός συνέχισε να αναθεωρείται και να διορθώνεται στα χρόνια που ακολούθησαν. Στη διακήρυξη της Οτάβα το 1986, η υγεία ορίστηκε εκ νέου ως η ικανότητα του ατόμου, της ομάδας ή της κοινότητας “να αναγνωρίζει και να κατανοεί φιλοδοξίες, να ικανοποιεί ανάγκες και να τροποποιεί ή να συμβιβάζεται με το περιβάλλον”. Η υγεία σ’ αυτό τον ορισμό γίνεται αντιληπτή ως μία δυναμική διαδικασία, που μπορεί να βελτιώνεται σε διαφορετικά επίπεδα, ανάλογα με τις υπάρχουσες εξωτερικές επιρροές, όπως “ειρήνη, κατοικία, εκπαίδευση, εισόδημα, ένα σταθερό οικοσύστημα, ανανεούμενες πηγές ενέργειας, κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα”.
Συνοπτικά, και με βάση τις επίσημες θεωρητικές τοποθετήσεις, η σύγχρονη προσέγγιση της υγείας περικλείει τρεις συνιστώσες:
α - τη βιοϊατρική, στην οποία η υγεία θεωρείται ως έλλειψη νόσου ή αναπηρίας,
β - την ψυχολογική, στην οποία η υγεία θεωρείται ως η ικανότητα να εκπληρώνει κάποιος τους ρόλους που του αναλογούν, ή να προσαρμόζεται στις καταστάσεις της ζωής και,
γ - την κοινωνιολογική, στην οποία ο πολιτισμός και το περιβάλλον εξετάζονται ως βασικοί συντελεστές επιρροής της υγείας.
Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η ολοένα και μεγαλύτερη κρίση των συστημάτων υγείας οδήγησε σε αναζήτηση νέων πολιτικών και στην αναβάθμιση άλλων. Με τη διακήρυξη της Άλμα Άτα το 1979, η ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας θεωρήθηκε βασικός μοχλός αυτής της προσπάθειας. Η Π.Φ.Υ. ορίστηκε ως “βασική παροχή φροντίδας υγείας προσιτή σε όλους - άτομα και οικογένειες στην κοινότητα - με μέσα αποδεκτά σ’ αυτούς, μέσα από την πλήρη συμμετοχή τους και σε κόστος που η κοινότητα και η χώρα μπορούν να επωμιστούν”. Αυτή η προσέγγιση καθιέρωσε πρώτη φορά μια διαφορετική αντιμετώπιση του πολίτη από απλό αποδέκτη των προσφερόμενων υπηρεσιών υγείας σε ενεργό συμμέτοχο. Συγχρόνως έδωσε το έναυσμα για εστίαση σε φροντίδες υγείας που βελτιώνουν το επίπεδο υγείας και ζωής και που σε αυτές συμπεριλαμβάνονται η πρόληψη, η πληροφόρηση - αγωγή υγείας και η προστασία της υγείας.
Σε συνέχεια των ανωτέρω, η 34η γενική συνέλευση του Π.Ο.Υ., η οποία πραγματοποιήθηκε το 1981, έθεσε σαν στρατηγική επιδίωξη το «Υγεία για όλους το έτος 2000» (Health For ΑΙΙ by the year 2000 - HFΑ 2000). Επιβεβαιώθηκε η ανάγκη για ανάπτυξη της Π.Φ.Υ. και ένας από τους βασικούς στόχους που τέθηκε ήταν ο αναπροσανατολισμός των υπηρεσιών υγείας. Οι άλλοι βασικοί στόχοι ήταν η πρόληψη των προλήψιμων νοσημάτων και προβλημάτων υγείας, η αναβάθμιση του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος και η διαμόρφωση υγιεινών στάσεων και συμπεριφορών.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων, θεσμοθετήθηκε το 1986 με την διακήρυξη της Ottawa, η πολιτική της Προαγωγής Υγείας (Health Promotion). Με βάση τον ορισμό που δόθηκε “προαγωγή υγείας είναι η διαδικασία που δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να ελέγχουν και να βελτιώνουν την υγεία τους”.
Βασική φιλοσοφία του χάρτη της Ottawa είναι :
“Να προστίθενται χρόνια στη ζωή, να προστίθεται ζωή στα χρόνια"
Για να γίνει αυτό πραγματικότητα απαιτείται, με βάση το χάρτη, όλες οι χώρες να λάβουν μέτρα που στοχεύουν σε:
- δημόσια πολιτική: από τους υπεύθυνους για την υιοθέτηση πολιτικών σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στην κυβέρνηση αλλά και άλλες δημόσιες αρχές και τη βιομηχανία, να λαμβάνεται υπόψη η υγεία κατά το σχεδιασμό αυτών των πολιτικών.
- υγιές περιβάλλον: με τη συνεχή βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος -στο σπίτι, στο σχολείο, στο χώρο εργασίας, στο δρόμο, στις διακοπές και στον ελεύθερο χρόνο, σε δημόσιους χώρους- ώστε να συμβάλλει στην προαγωγή της υγείας,
- υγιή τρόπο ζωής: με την αύξηση και οργάνωση της γνώσης και κατανόησης για τον τρόπο που οι συνήθειες της ζωής επηρεάζουν την υγεία οικογενειών και ατόμων, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να το επιτύχουν,
- υπηρεσίες υγείας υψηλής ποιότητας: με την αναγνώριση και κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού και την εξασφάλιση της κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ προαγωγής της υγείας, πρόληψης της αρρώστιας, θεραπείας, φροντίδας και αποκατάστασης”.
Η Υγεία σήμερα
Η πολιτική προαγωγής της υγείας επιβεβαιώθηκε και πρόσφατα στο Διεθνές Συνέδριο της Jacarta. Εν τούτοις, η εξέλιξη των συστημάτων υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο – και με οδηγό τις ΗΠΑ - «βαδίζει» σταθερά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ιδεολογική επιλογή της αγοράς ως του μοναδικού τρόπου προσέγγισης των κοινωνικών αγαθών και η οικονομική επιλογή της δημοσιονομικής σταθερότητας μέσω της μακροχρόνιας λιτότητας και μείωσης των κοινωνικών παροχών οδήγησε στη συνεχή υποχρηματοδότηση των συστημάτων υγείας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η σταδιακή αποψίλωση του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη – με προμετωπίδα την «μπλερική» Βρετανία – συνοδεύτηκε από την παραδοχή ότι η μόνη δυνατή απάντηση στη σημερινή κρίση είναι η δημιουργία κλίματος ανταγωνισμού και η ιδιωτικοποίησή τους. Με την τακτική αυτή αποφεύγεται κάθε συζήτηση για την απαξίωση των δημόσιων υπηρεσιών από την ίδια την πολιτεία και προωθείται η παραχώρηση δημόσιων πόρων σε ιδιωτικά κερδοσκοπικά συμφέροντα με χρηματοδότηση μάλιστα από το δημόσιο προϋπολογισμό.
Η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων στη Βρετανία και οι χαμηλοί δείκτες υγείας στις ΗΠΑ δε φαίνεται να πτοούν τους εμπνευστές τους. Ελλείψει κοινωνικού κινήματος αντίστασης και με τη συνενοχή των επαγγελματιών του χώρου, η έννοια της Υγείας σταδιακά επαναπροσδιορίζεται ως «η δυνατότητα του ατόμου να μεγιστοποιεί την παραγωγή και την κατανάλωση αγαθών». Ταυτόχρονα και στα πλαίσια της ίδιας προσέγγισης, αναπτύσσεται το φαινόμενο της ιατρικοποίησης της ανθρώπινης ύπαρξης ή αλλιώς της καπηλείας της ασθένειας. Αυτό συνίσταται, βασικά, στην απόδοση ιατρικού χαρακτήρα, δηλαδή «συμπτώματος», σε κάθε ανθρώπινη κατάσταση, που προκαλείται από τις δυσκολίες της ζωής, από την κοινωνική και οικονομική κρίση, την ανεργία, τη φτώχεια, ακόμα και την φυσιολογική γήρανση του οργανισμού. Η ετικέτα της αρρώστιας συνοδεύεται, όπως είναι αναμενόμενο, από τη συνταγογράφηση κάποιου φαρμάκου συνήθως «νεότερης γενιάς», δηλαδή πανάκριβου. Ο ιατρικός κόσμος, όλων των ειδικοτήτων, προσφέρει τη δική του πολύτιμη συμβολή στην ανάπτυξη του φαινομένου της «ιατρικοποίησης» μέσα στο οποίο διαμορφώνεται το κατάλληλο υπόβαθρο αντίληψης της υγείας με βάση τα συμφέροντα των φαρμακοβιομηχανιών, του μεγαλύτερου δηλαδή καρτέλ στον κόσμο.
Επιστημονικός ορισμός ή ερώτημα
Επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα, το «τι είναι υγεία», ας σημειωθεί πως οι προσεγγίσεις που εκτέθηκαν πιο πάνω, μολονότι κινούνται προς μια εύλογη κατεύθυνση, κάθε άλλο παρά τελεσίδικες και οριστικές μπορεί να θεωρηθούν.
Τα τελευταία χρόνια, διαμορφώθηκε μια αντίληψη που αντιμετώπισε την επιστήμη ως φορέα μιας αντικειμενικής, σχεδόν υπερβατικής αλήθειας. Τα πορίσματά της παρουσιάζονται με έναν τόνο αδιαμφισβήτητου· κάθε κριτική επί του στόχου τους ή του μονομερούς, συχνά, πεδίου τους αντιμετωπίζεται ως αντι-επιστημονική. Εντούτοις, θα αρκούσε να ανατρέξει κάποιος στην ίδια την ιστορία των επιστημών για να δει αυτήν την επίφαση αντικειμενικότητας να καταρρέει. Τα ερωτήματα, οι απαντήσεις, αλλά και οι μέθοδοι που οι επιστήμονες χρησιμοποιούν, τελούν υπό μια διαρκή διαδικασία επαναθεώρησης και ανατροπής.
Σαν διαδικασία νοητική, η επιστήμη δεν αποκαλύπτει αντικειμενικές και ακέραιες αλήθειες. Επαναδημιουργεί και εξελίσσει τον τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη νόηση αλληλεπιδρά με την πραγματικότητα. Αυτό που χθες ήταν βέβαιο, σήμερα πιθανόν να είναι επισφαλές. Έννοιες, όπως το φυσιολογικό, η υγεία, η νόσος, η πρόληψη ή η θεραπεία, έχουν περάσει από αμέτρητες αναγνώσεις και θα περάσουν από ακόμη περισσότερες, πιθανόν μέχρι να εκπέσουν για να αντικατασταθούν από άλλες.
Επιπλέον, μια πιο ενδελεχής ματιά στην διαδρομή της επιστήμης δεν μπορεί παρά να φωτίσει και την ισχυρή συσχέτισή της με την υπάρχουσα κοινωνική δομή. Με βάση το εκάστοτε κοινωνικό μόρφωμα, η επιστήμη οργανώνεται, καθορίζει τα υποκείμενά της, επιλέγει τα ερωτήματα που διαπραγματεύεται και προσανατολίζει τις απαντήσεις που εκφέρει. Η, παρατηρούμενη τα τελευταία χρόνια, μεταμόρφωση της ελεύθερης έρευνας σε μια ανταποδοτική οικονομική επένδυση δεν είναι παρά μια εκδοχή αυτής της έντονα διαλεκτικής σχέσης.
Συμπερασματικά, δεν μπορούμε παρά να υποδεχόμαστε κριτικά αυτό που σήμερα προβάλλει ως αδιαμφισβήτητο. Η τρέχουσα γνώση και αντίληψη δεν είναι παρά μια στιγμιαία φάση από την οποία διέρχεται η εξέλιξή τους και πιθανώς, και στην ανατρεπτική συνέχειά τους. Το ερώτημα λοιπόν εκκρεμεί, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά και ο ορισμός έχει αξία μόνο στη μονοδιάσταση του παρόντος και με την παραδοχή της μεταβλητότητας που επιβάλλει η επιστημονική και κοινωνική εξέλιξη
Ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων
Διεξαγόμενη ανάμεσα σε θεωρητικούς της επιστήμης, σε γιατρούς, κοινωνιολόγους και άλλους «επαΐοντες», η συζήτηση για το «τι είναι υγεία» στερείται από το εύλογο υποκείμενό της. Σπάνια οι κλειστές συζητήσεις των επιστημόνων έχουν έστω κι έναν ελαφρύ απόηχο στη δημόσια συζήτηση και το ίδιο σπάνια η κοινωνική συζήτηση επανατροφοδοτεί την επιστημονική.
Με απλά λόγια, την ώρα που η επιστημονική συζήτηση διεξάγεται στο όνομα της κοινωνίας, αυτή, ως το βασικό υποκείμενο, απουσιάζει. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές που ακολουθούνται σε παγκόσμια κλίμακα αναπαραγάγουν μια αντίληψη για την υγεία αντιδιαμετρικά αντίθετη με αυτή που προκύπτει από την θεωρητική συζήτηση. Οι αποφάσεις που καθορίζουν τις συνθήκες υγείας, διατροφής, στέγασης, κ.ά. ολόκληρων κοινοτήτων ή και λαών λαμβάνονται σε κλειστά meeting προσώπων της εξουσίας και οικονομολόγων και οι μηχανισμοί πληροφόρησης διαμεσολαβούν με διαφημιστική μεθοδολογία στην έκφραση του περιεχομένου τους προς τα έξω. Και η υγεία εξισώνεται με την απουσία νόσου και από αγαθό μετατρέπεται σε εμπόρευμα, που ως τέτοιο κατανέμεται ανάλογα με την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών του.
Το ερώτημα και το ζητούμενο της υγείας, ωστόσο, τόσο στην θεωρητική όσο και στην έμπρακτη αναζήτησή του, είναι αδύνατο να βρει ουσιαστική εξέλιξη χωρίς την εμπλοκή του κύριου υποκειμένου του. Από το μοντέλο της σύγχρονης έρευνας και τις κατευθύνσεις της, μέχρι την τελική πραγμάτωση των όρων της υγείας στην καθημερινότητα, υπάρχει ένα μεγάλο φάσμα για το οποίο οι κοινότητες των ανθρώπων πρέπει να λάβουν, και πάλι, τον λόγο, να σκύψουν και να το επανα-ορίσουν.
Στην αναζήτηση μιας τέτοιας γνήσιας κοινωνικής συζήτησης πιστεύουμε ότι το ζήτημα της υγείας οφείλει να απασχολεί τον προβληματισμό και τον διάλογο των σύγχρονων κινημάτων. Στις στιγμές εκείνες, που η κοινωνία, έστω και αποσπασματικά, επιχειρεί να «σπάσει» αυτό που υπάρχει και δοκιμάζει και πάλι να σκεφτεί και να ορίσει τον εαυτό της. Να απαντήσει, δηλαδή, η ίδια στα ερωτήματα που την απασχολούν.
Ο Ημιόροφος
24.02.2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου